Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φούντα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το ακατέργαστο χασίσι. 2. κλωστές που έχουν το ίδιο μήκος και είναι δεμένες μαζί κατά τρόπο που η μια άκρη τους να είναι ελεύθερη.