Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φουρνόφτσ̌υαρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φουρνόδκιον (κοντάρι μακρύ με στρογγυλή μεταλλική πλάκα στη μια του άκρη για φούρνισμα και ξεφούρνισμα των ψωμιών).

Συνώνυμα:

Φουρνόφκιον (το)