Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φουσ̌έκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το φυσίγγι. 2. μτφ. ο πολύ γρήγορος.

Συνώνυμα:

Φουτζ̌έκκιν (το)