Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φτερνάτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. θαρνάτζ̌ιν [το τρικράνι (εργαλείο σε σχήμα τρίαινας και μακριά λαβή που χρησίμευε για το λίχνισμα των σιτηρών)].

Συνώνυμα:

Θερνάτζ̌ιν, Λιγνιστήριν, Φερνάτζ̌ιν (το)