Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φτέρος (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φτέρη (η άκρια σε γκρεμό, σε λόφο, σε βράχο).

Συνώνυμα:

Φτέρωμαν (το)