Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φωκός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φουκός (η γέμιση για τις "φλαούνες").

Συνώνυμα:

Σάρζα και Σάρτσα (η) - μόνο για τη δεύτερη εξήγηση.