Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαμνοδίκλημαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. χαμηλοδίκλημαν (το ντροπαλό και χαμηλωμένο βλέμμα).