Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαμνυνίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. χαμνίζω [1. καθιστώ κάτι πιο νερώδες (μαλακό). 2. χαλαρώνω].

Συνώνυμα:

Χαμνώ