Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαρραμοφάς (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. χαρραμοφάης (1. αυτός που συντηρείται από άλλους. 2. ο χαραμοφάης. 3. το τεμπελόσκυλο).

Συνώνυμα:

Χαρραμοφάισσα (η), Χαρραμοψούμης, -ισσα).