Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Χογλοκοπώ »
Ρήμα
Σημασία:
1. βράζω, κοχλάζω, νερό χογλαστό. 2. μτφ. είμαι θυμωμένος
Ετυμολογία:
Από το κοχλάζω. Ηχοποίητη λέξη από τον ήχο που κάνει το νερό όταν φθάνει στα όρια της εξάτμισης
Συνώνυμα:
χογλιώ, χογλάζω
Ειδικές φράσεις:
Χογλιώ που τα νεύρα μου
Εχόγλιασε με πάλαι
΄Αφηστο το φαϊ να πάρει το χόγλο του