Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αζαγιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο ιστός της αράχνης.

Συνώνυμα:

Αναφαντούα, Ανεφανταρκά, Ανεφαντούα, Νεφανταρκά (η), Λούγνα (η), Λούγνη (η), Γαγιά (η)