Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βούππος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

στρογγυλό βαθούλωμα στην ξύλινη πινακωτή για τοποθέτηση του ζυμωμένου ψωμιού προς ψήσιμο.

Συνώνυμα:

γούππος (ο)