Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αγιόκλιμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το αγιόκλημα, καλλωπιστικό αναρριχώμενο φυτό με κιτρινωπά εύοσμα άνθη.

Ετυμολογία:

αγιό= αίγια+κλίμα

Συνώνυμα:

αιγιόκλιμαν (το), Περικλοκάιν, Περικοκλάιν, Περιπλοκάιν (το)