Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αγκομαχώ »
Ρήμα
Σημασία:
βλ. ασκομαχώ (1. λαχανιάζω, ασθμαίνω, η ανάσα μου βγαίνει βαριά (π.χ. καθώς πασχίζω με κόπο να κάνω κάτι) 2. υποφέρω, βασανίζομαι, δοκιμάζομαι).
Ετυμολογία:
αγκομαχώ < μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ < αρχαία ελληνική ἀγκώνω + -μαχῶ < μάχομαι
Συνώνυμα:
Ασκομαχώ, Σκομαχώ
Ειδικές φράσεις:
«...ο Χάροντας ισκομασ̌εί που την σικκίρτισιν του...»
(Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», Τομ. 1, σελ. 304, 1997)