Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αεροκουπάνισμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

κτυπώ για να λειώσει κάτι.

Ετυμολογία:

αέρας+κουπάνισμαν

Ειδικές φράσεις:

«...ο μεθυσμένος τζ̌ι ο πελλός βάλλουσιν φτιν ποττέ τους; ...εν αεροκουπάνισμαν, ό,τι τζ̌ι αν θέλεις πε τους...» (Λιπέρτη Δ. «'Απαντα», σελ.132, 1969)