Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αερόπιασμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το πιάσιμο από τον αέρα 2. νευραλγίες, μυαλγίες.

Ετυμολογία:

αέρας+πιάσμαν <πιάννω