Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αθασοκάρυα (τα) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
αμύγδαλα και καρύδια.
Ετυμολογία:
αθάσι= αμύγδαλο+καρύη= καρύδι
Ειδικές φράσεις:
«...ούλον καρύδκια, μήλα έτρωεν τζι αθασόκουννες...»
(Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», Τομ. 2, σελ.155, 1998)