Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αθασόπετρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

πέτρα άσπρη και πολύ σκληρή.

Ετυμολογία:

αθάσι= αμύγδαλο+πέτρα