Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ακριβομίσταρος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που έχει ψηλό μισθό.

Ετυμολογία:

ακριβός+μίσταρος= μισθός