Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αλαβροκούκκουφη (η) »
Επίθετο
Σημασία:
ψιλοκοπημένο και ευπαθές κεφάλι.
Ετυμολογία:
αλαβ(φ)ρή=ελαφριά+ κουκκούφα= το κρανίο της κεφαλής
Συνώνυμα:
Αλαφροκούκκουφη (η)
Ειδικές φράσεις:
«...-Χάμνα με που τα μαλλιά τζ̌αι πκιάσ’ με που το σ̌έριν,
γιατ΄είμ΄αλαφροκούκκουφη, πονώ την τζ̌εφαλήν μου...»
(Φαρμακίδη Ξενοφώντος, «Άπαντα», σελ.78, 2008, Εκδ. Επιφανίου)