Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αλαβροπασπατεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

ψαχουλεύω ελαφριά.

Ετυμολογία:

αλαυρά (ελαφριά) +πασπατεύκω (ψαχουλεύω )

Ειδικές φράσεις:

«τζ̌ι αλαβροπασπατεύκω τα με πάθος τζ̌ι απορίαν προσεύκουμαι πέρκι τα δω να ξαναζωντανεύκουν. Ξέρω το πως εν πιάννουνται, με έχουν ιστορίαν για τούτον τζ̌ι εν αλλάσσουσιν με σβήννουσιν, με φεύκουν...» (Κακολή Παντελή, «Με γνήσιον προζύμιν», σελ.169, 2008)