Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αλαβρονούς (ο) »
Επίθετο
Σημασία:
ο ελαφρόμυαλος
Ετυμολογία:
ελαφρός+νους
Συνώνυμα:
Αλαφρονούς (ο)
Ειδικές φράσεις:
«...τζ̆ι ένας αλαβρονούς...θωρεί τα ρούχα στο κορμίν σου...»
(Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», Τομ. 1, σελ.171, 1997)