Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αλικοτίζουμαι »
Ρήμα
Σημασία:
καθυστερώ, αναχαιτίζω, βασανίζω.
Συνώνυμα:
Αλικοτίζω
Ειδικές φράσεις:
«τζ̌αι ΄σου εβρέθεις πέρκαλλος να μου κακολοήσεις
τον ορφανόν, ΄που την δουλειάν να τον αλικοτίσεις....»
(Λιπέρτη Δ. «'Απαντα», σελ.210, 1969)