Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρυψημένος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

ψημένος πέραν του κανονικού.

Ετυμολογία:

Ειδικές φράσεις:

«...βαρυψημένον στο δεντρόν πως είσαι πορικόν...» (Λιπέρτη Δ. «'Απαντα», σελ.120, 1969)