Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γαουρόπελλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο πολύ τρελλός.

Ετυμολογία:

γαΐδούρι+πελλός= τρελλός