Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δαιμονόμαυρη (η) »

Επίθετο

Σημασία:

μαύρη και άσχημη σαν τον δαίμονα.

Ετυμολογία:

Ειδικές φράσεις:

«...κατάρα, δαιμονόμαυρη, ζωμένη των πλασμάτων...» (Μηνά Κόκου, «Δίολον χωράφιν», Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, σελ.32, 1982)