Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δαιμονοτρίσ̌ης (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός με διαβολικές τρίχες, άσχημες.

Ετυμολογία:

δαίμονας+τρίχες