Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δαχτυλοδειχτούμενος (ο) »

Μετοχή

Σημασία:

βλ. δακτυλοδεικτούμενος (αυτόν που δείχνουν με το δάκτυλο, που έχει κάτι σε βάρος του, λόγω κακών πράξεων).

Συνώνυμα:

δακτυλοδεικτούμενος (ο)