Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δεξιόβακλη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

προβατίνα με ουρά ελαφρώς κλίνουσα προς δεξιά

Ετυμολογία:

δεξιά+βάκλα= λιπώδες ουρά