Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δυσόβρυδος, -η, -ου, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που έχει ενωμένα και παχιά φρύδια.

Συνώνυμα:

δυσόβρυος, -η, -ου, -ον