Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Πλατυθκιάζω »
Ρήμα
Σημασία:
πλατένω πολύ. (Στον Αόριστο: επλατυθκιάστηκα)
Ετυμολογία:
Ειδικές φράσεις:
«...ότι τζ̌ι ακούστην η πιστολιά τους
ευτής σκουλλίζει τον ο θυμός
τζ̌΄επλατυθκιάστηκεν ομπροστά τους
τζ̌΄εγίνην κότσ̌ινος τζ̌αι γλωμός»
(Άπαντα Β. Μιχαηλίδη, «Η Χιώτισσα», Β΄, σελ.164, Εκδόσεις Χρ. Ανδρέου, 2002)