Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζυμοθκιαρτίζω »

Ρήμα

Σημασία:

αναπλάθω ζυμάρι για να κάνω ψωμί.

Ετυμολογία:

ζύμη+θκιαρτίζω=διαρτίζω, πλάθω ζύμη με ψωμιά, ρίχνω στο ζυμάρι ξερό αλεύρι

Ειδικές φράσεις:

«σιτάριν ποσ σ΄εγιώρκησεν, ποσ΄σ΄έβαλεν στ΄αμπάριν, τζ̌αι ποσ΄σε ζυμοδκιάρτισεν ποττέ του εν εχάρην» (Πανάρετου Α.,«Κυπριακή γεωργική λαογραφία», σελ.84, χ.ε.)