Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ζυμαρόπηχτος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

πηκτός από ζυμάρι, χωρίς τρύπες.

Ετυμολογία:

ζυμάρι+πηκτός