Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καθαρόγαιμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

καθαρόαιμο.

Ετυμολογία:

καθαρό+γαίμαν= αίμα

Ειδικές φράσεις:

«...τζ̌είνον το καθαρόγαιμαν πουπάνω τους που ξέβην, πκιον η ζωή αδυνάτισεν, στον Άδην εκατέβην...» (Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», 2, σελ.217, 1998