Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κακογαλούσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η γυναίκα που δεν έχει γάλα να θηλάσει.

Ετυμολογία:

κακό+γάλα