Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κακόζωος, -ή »

Ουσιαστικό

Σημασία:

κάποιος ο οποίος ζει βασανισμένη ζωή.

Ετυμολογία:

κακή+ζωή κάποιος ο οποίος ζει βασανισμένη ζωή.

Ειδικές φράσεις:

«...τζ̌ι ο τζ̌αιρός αν πάει έτσι τζ̌ι εν του κόψουν την ροήν, ενν’ αρτζ̌έψουμεν που τ’ άρφα πάλε την κακοζωήν!...» (Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», 2, σελ.289, 1998)