Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λαμποκοπά »

Ρήμα

Σημασία:

λάμπει ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω.

Ειδικές φράσεις:

«να κάτσουσιν εν ημπορούν, με να σταθούν κοντά της. λαμποκοπά, στραώννουνται, εν ήλιος η θωρκά της...» (Λιπέρτη Δ. «'Απαντα», σελ.64, 1969)