Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λεισ̌ιηνότοπος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τόπος με πολλές λειχήνες. 2. τόπος άγονος και υφάλμυρος.

Ετυμολογία:

λεισ̌ιήνα+τόπος