Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λειψοφέγγαρη (η) »

Επίθετο

Σημασία:

επίθετο για τη νύκτα για την αναφορά σε ελλειπές φεγγάρι.

Ειδικές φράσεις:

«... μια νύκταν λειψοφέγγαρη, νύκταν με δίχως άστρη...» (Ταρσούλη Αθηνά, «Κύπρος», 1, σελ.430, 1963)