Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιμπουροφτωχόκοσμος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο πολύ φτωχός κόσμος σαν μυρμήγκια.

Ετυμολογία:

λίμπουρος(=μυρμήγκι)+φτωχός+κόσμος

Ειδικές φράσεις:

«...τζ̌ι ο λυμπυροφτωχόκοσμος εγίνην πκιον θηρίον...» (Λιασίδη Παύλου, «Άπαντα», 1, σελ.172, 1997)