Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λυκόσ̌σ̌υλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

διασταύρωση λύκου με σκύλο, το λυκόσκυλο.

Ειδικές φράσεις:

«...έφτασεν ο λυκόσ̌σ̌υλλος την μάντραν τζ̌αι λιγκρέφτην...» (Κατσαντώνη Κώστα, «Τζυπριώτικες περιλοές», σελ.13, Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, 1992)