Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ωγροτζ̌ίτρινος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που είναι ωχρός και κίτρινος, λόγω αδυναμίας, χρόνιας ασθένειας, γενικά ο αρρωστιάρης.

Ετυμολογία:

ωγρός=ωχρός+κίτρινος