Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψωροποντικός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ποντικός αρρωστιάρης

Ετυμολογία:

Ειδικές φράσεις:

«...θωρώ σε πολλολόησες, αλλά αν μεν σου δώσει ππαράν το συνεργατικόν, όπως τον ψωροποντικόν το δόντιν σ΄ένν΄ αγγιώσει...» (Κωσταντίνου Γαβριήλ, «Πριν να βουττήσ’ ο ήλιος», Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, σελ. 24, 1982)