Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψουμόμυλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

μύλος που αλέθει αλεύρι για κατασκευή ψωμιών.

Ετυμολογία:

ψουμί (ψωμί) +μύλος