Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψουμοσάνιο (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ειδικό ξύλο που τοποθετούσαν τα ψωμιά.

Ετυμολογία:

ψουμί (ψωμί)+σανί(δ)ι

Ειδικές φράσεις:

«...δρεπάνια, φτυάρκα, κόσ̌σ̌ινα, αρβάλια τζ̌αι φερνάτζ̌ια βούρνες τζ̌αι ψουμοσάνια, μαείρισσες τζ̌αι σάτζ̌ια...» (Κακολή Παντελή, «Με γνήσιον προζύμιν», σελ.51, 2008)