Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψαλλιοκομμένον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

το κομμένο με ψαλίδι.

Ετυμολογία:

ψαλίδι+κομένο

Συνώνυμα:

ψαλλιδοκομμένον (το)

Ειδικές φράσεις:

«...τ΄αγγελικόν της το κορμίν το ψαλλιδοκομμένον κάμνει τον άνθρωπον φονιάν, τον πλέον προκομμένον»