Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ορνιθοτυφλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η αρρώστεια των ορνίθων όταν χάνουν το φως τους.

Ετυμολογία:

όρνιθα+τυφλιά= τύφλα