Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αλουπόθρουμπος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

είδος ζιζανίου, γαουρόδρουμπος.

Ετυμολογία:

αλουπός= αλεπού + θρουμπί