Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αλουποτζ̌οίτης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η φωλιά της αλεπούς. 2. το αγριόχορτο.

Ετυμολογία:

αλουπός= αλεπού+τζ̌οίτη= κοίτη, φωλιά