Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αμμοτσ̌ιάκκιλον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα χαλίκια και η άμμος μαζί.

Ετυμολογία:

άμμος+τσ̌ιάκκιλον>τσ̌ιακκίλια= χαλίκια